κεντίζω

κεντίζω
κεντώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού κεντώ σχηματισμένος από τον αόρ. εκέντησα (πρβλ. κεντώ, ἐκέντησα-κεντίζω) που συνέπιπτε με τον αόρ. -ισα ρημάτων με ενεστ. σε -ίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κεντίζω — κέντισα, κεντισμένος 1. παρακινώ: Τον κεντίζει η γυναίκα του ν ασχοληθεί μ΄ αυτή τη δουλειά. 2. διακοσμώ ύφασμα: Κεντίζει τα σεντόνια. 3. τρυπώ με αιχμηρό όργανο: Κεντίζει το άλογο για να τρέξει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κέντισμα — το [κεντίζω] 1. κέντημα, διαποίκιλση υφάσματος με νήματα και με τη βοήθεια βελόνας 2. κέντρισμα, νύξη με κεντρί ή με οξύ αιχμηρό όργανο …   Dictionary of Greek

  • chindisi — CHINDISÍ vb. v. broda, coase. Trimis de siveco, 04.02.2008. Sursa: Sinonime  chindisí, chindisésc, vb IV (înv.) 1. a broda, a coase la gherghef. 2. a garnisi, a împodobi ceva; a sculpta. Trimis de blaurb, 04.02.2008. Sursa: DAR  chindisí… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”